- ῥιζώματος
- ῥίζωμαthe mass of rootsneut gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
ανεμώνη — (anemone). Ονομασία πολυάριθμων λουλουδιών και φυτών, από τα οποία άλλα είναι αυτοφυή και άλλα καλλιεργούνται ως καλλωπιστικά. Το γένος α. ανήκει στην οικογένεια των ρανουγκουλιδών και περιλαμβάνει ριζωματώδεις πόες με πρώιμη ανοιξιάτικη… … Dictionary of Greek
ζιγγίβερι — το (AM ζινγίβερις εως, ὁ, ἡ Μ και ζιγγίβερι και ζιτζίβερι και ζίγγιβερ, τὸ) κοινή σήμερα ονομασία είδους φυτού του ομώνυμου γένους, καθώς και τού ριζώματός του, που χρησιμοποιείται από την αρχαιότητα ώς σήμερα στην μαγειρική, την ποτοποιία και… … Dictionary of Greek
κάβα — (Αστρον.). Αστεροειδής, που επισημάνθηκε στις 21 Αυγούστου 1902. Το φαινόμενο μέγεθός του στη μέση αντίθεσή του είναι περίπου 12,0 και σε απόσταση μίας αστρονομικής μονάδας από τη Γη και από τον Ήλιο 8,61. Η διεθνής ονομασία του είναι Cava 505. * … Dictionary of Greek
κόνδυλος — I (Ανατ.) Προεξοχή οστού, που αποτελεί μέρος μιας άρθρωσης και η οποία, με το κυλινδρικό σχήμα της, περιορίζει τις κινήσεις του οστού σε ένα ορισμένο επίπεδο. Οι κυριότεροι κ. είναι της κάτω γνάθου (σιαγόνας), του ινιακού οστού, του κάτω άκρου… … Dictionary of Greek
τζίντζερ — το, Ν άκλ. βοτ. κοινή ονομασία τού πολυετούς ποώδους φυτού Zingiber officinale τού γένους ζιγγίβερι τής οικογένειας ζιγγιβερίδες, ιθαγενούς πιθανότατα τής νοτιοανατολικής Ασίας, καθώς και τού αρωματικού και με δριμεία γεύση ριζώματός του που… … Dictionary of Greek
βαλεριάνα — Γένος, το σημαντικότερο και πιο ενδιαφέρον, της οικογένειας των βαλεριανιδών, ετήσιων ή πολυετών ποωδών φυτών, κυρίως των ευκράτων ή ψυχρών περιοχών της Ευρώπης και της βόρειας και δυτικής Ασίας. Άλλα γένη της ίδιας οικογένειας με φυτά αυτοφυή… … Dictionary of Greek
κόνδυλος — ο 1. εξόγκωμα του οστού στην άρθρωση, κλείδωση. 2. σαρκώδες διόγκωμα ριζώματος που έχει μικρά φύλλα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)